- δυσημερία
- δυσημερία, η (Α)1. άτυχη, θλιβερή ημέρα2. δυστυχία, αθλιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσημερία — δυσημερίᾱ , δυσημερία unlucky day fem nom/voc/acc dual δυσημερίᾱ , δυσημερία unlucky day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσημερίᾳ — δυσημερίαι , δυσημερία unlucky day fem nom/voc pl δυσημερίᾱͅ , δυσημερία unlucky day fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσημερίας — δυσημερίᾱς , δυσημερία unlucky day fem acc pl δυσημερίᾱς , δυσημερία unlucky day fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσημερίαι — δυσημερία unlucky day fem nom/voc pl δυσημερίᾱͅ , δυσημερία unlucky day fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσημερίαν — δυσημερίᾱν , δυσημερία unlucky day fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσημερίαις — δυσημερία unlucky day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԹՇՈՒԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0816 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c գ. ταλαιπωρία, ἁτυχία, δυσημερία miseria, infelicitas Վիճակ թշուառ կամ թշուառացելոց. հիքութիւն. չուառութիւն. տառապանք. աղէտք. ձախողակք. դժբախտութիւն, անյաջողութիւն, ողորմելիութիւն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽԱՐՈՒԱՆՔ — (նոց.) NBH 1 0932 Chronological Sequence: Early classical գ. (ʼի Խարելոյ, կամ ʼի Քարուական). δυσημερία infelicitas. Թշուառութիւն. Չուառութիւն. աղէտք. վնաս. յն. չարօրութիւն. գէշ օրերու հանդիպելն. ... *Զայլոց վիշտս շահավաճառ համարի այնպիսին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)